-
1 άσχημος
[асхимос] επ плохойΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άσχημος
-
2 некрасивый
επ., βρ: -сив, -а, -оάσχημος•некрасивый человек άσχημος άνθρωπος•
некрасивый почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας.
|| δυσάρεστος, αντιπαθής, -θητικός•-ое имя άσχημο όνομα»
-
3 плохой
επ., βρ: плох, плоха, плохо.1. κακός, άσχημος•-ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•
-йе условия άσχημες συνθήκες•
плохой человек κακός άνθρωπος•
плохой характер άσχημος χαρακτήρας•
-йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•
плохой пример κακό παράδειγμα.
|| αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•писатель αναξιόλογος συγγραφέας.
2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.
|| αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).εκφρ.пойти по -ой дороге – ή πο•- ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία. -
4 безобразный
безобразный 1) (некрасивый ) άσχημος 2) (возмутительньй) ανόητος, απρεπής* * *1) ( некрасивый) άσχημος2) ( возмутителъный) ανόητος, απρεπής -
5 некрасивый
-
6 нехороший
-
7 плохой
плохой άσχημος· κακός (скверный)· \плохойое настроение η κακή διάθεση,.η κακοκεφιά· \плохойая погода η κακοκαιρία* * *άσχημος; κακός ( скверный)плохо́е настрое́ние — η κακή διάθεση, η κακοκεφιά
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία
-
8 дурной
επ., βρ: дурен к. απλ. дурн, дурна, -но.1. κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρουστικός•дурной почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας•
дурной зипах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία•
-ые привычки κακές συνήθειες•
-ые манеры άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. αισχρός, ανήθικος•дурной поступок κακή διαγωγή•
дурной человек αισχρός άνθρωπος•
-ая женщина αισχρή γυναίκα•
-ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις).
3. δυσάρεστος•-ая примета κακό σημάδι•
-бе настроение κακή διάθεση•
дурной сон άσχημο όνειρο•
-ые вести κακά μαντάτα•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση.
4. δυσειδής, κακόμορφος, δΰσμορφος• ασχημομούρης,5. κουτός, βλάκας.εκφρ.кричать (визжать, вскрикивать – κ.τ.τ.) -ым голосом βγάζω στρίγγλες φωνές•не будь дурн (дурна) – μην είσαι |κουτός•- ая болезнь – αφροδίσιο νόσημα. -
9 непригожий
-ая, -ееεπ., βρ: -гож, -а, -е (παλ. κ. απλ.).1. άχαρος άσχημος, δυσειδής•-ож• он собою αυτός είναι άσχημος•
непригожий -ож, лицом ασχημομούρης.
2. απρεπής, άσεμνος, αισχρός•-ие слова αισχρόλογα (παλιόλογα).
-
10 неудовлетворительный
μη ικανοποιητικός; ανεπαρκής ( недостаточный)неудовлетвори́тельная оце́нка — ο άσχημος βαθμός
-
11 безобразный
безобраз||ныйприл1. (уродливый) ἀσχημος, δύσμορφος, ἀπαίσιος;2. (возмутительный) ἐπαίσχυντος, ἀπρεπής, ἀἰσχρός. -
12 неблаговидный
неблаговидныйприл ἀσχημος, ἀπρεπής:\неблаговидный посту́пок ἡ ἀπρεπής πράξη. -
13 неважный
неважн||ыйприл1. разг ἄσχημος, ὄχι καλός (не вполне хороший)/ μέτριος (посредственный)·2. (несущественный) ἀσήμαντος, ἀνάξιος προσοχής. -
14 невзрачяый
невзрачя||ыйприл ἀσχημος, κακο-φτιαγμένος:\невзрачяыйая фигура τό ἄσχημο παρουσιαστικό. -
15 недобрый
недобр||ыйприл1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):\недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:\недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις. -
16 неказистый
неказистыйприл разг ἀσχημος, κα-κοφτιαγμένος, ἀσουλούπωτος. -
17 ненастный
ненаст||ныйприл ἄσχημος / βροχερός (дождливый):\ненастный день ἄσχημη μέρα· \ненастныйная погода ἡ κακοκαιρία \ненастныйье с ἡ κακοκαιρία -
18 неплохой
непло́х||о́йприл ὄχι ἄσχημος, καλός:\неплохойая мысль ἡ καλή Ιδέα. -
19 неприглядными
непригляднымиприл μή ἐλκυστικός, ἄχαρις, ἄσχημος / ἄθλιος (жалкий):\непригляднымиая внешность τό δθλιο παρουσιαστικό. -
20 неприличный
неприли́ч||ныйприл ἀπρεπής, ἄσεμνος, ἄκοσ-μος, ἄσχημος.
См. также в других словарях:
ἄσχημος — masc/fem nom sg ἀσχήμων misshapen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
άσχημος — η, ο βλ. άσκημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχημοτάτων — ἄσχημος fem gen superl pl ἄσχημος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχήμως — ἄσχημος adverbial ἄσχημος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχημον — ἄσχημος masc/fem acc sg ἄσχημος neut nom/voc/acc sg ἀσχήμων misshapen masc/fem voc sg ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc sg ἀσχήμων misshapen masc/fem acc sg ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχήμου — ἄσχημος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχήμους — ἄσχημος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχήμων — ἄσχημος masc/fem/neut gen pl ἀσχήμων misshapen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχήμῳ — ἄσχημος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσχημα — ἄσχημος neut nom/voc/acc pl ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)